- εγχωννυμι
- ἐγχώννυμιἐγ-χώννῡμι(fut. ἐγχώσω) заваливать землей, засыпать
(τὸν ἔκρουν ἐγχῶσαι Diod.; φαμὲν ἐγχωσθήσεσθαι τέν Μαιῶτιν Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν ἔκρουν ἐγχῶσαι Diod.; φαμὲν ἐγχωσθήσεσθαι τέν Μαιῶτιν Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εγχώννυμι — ἐγχώννυμι (AM) (Α και ἐγχωννύω) μσν. (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα αρχ. 1. γεμίζω με χώμα 2. (για ποταμούς) κάνω πρόσχωση … Dictionary of Greek
προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] … Dictionary of Greek